σύρτη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύρτη οι σύρτες
      γενική της σύρτης των (συρτών)
    αιτιατική τη σύρτη τις σύρτες
     κλητική σύρτη σύρτες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύρτη < σύρτις < Σύρτις (=πόλη της Λιβύης) < σύρω

Ουσιαστικό

σύρτη θηλυκό

  • λόφος άμμου στο βυθό της θάλασσας, που μεταβάλλεται ως προς το σχήμα και τη θέση του από την επίδραση των υποθαλάσσιων ρευμάτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.