σύρτις
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σύρτις | αἱ | σύρτεις | ||||
| γενική | τῆς | σύρτεως | τῶν | σύρτεων | ||||
| δοτική | τῇ | σύρτει | ταῖς | σύρτεσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | σύρτιν | τὰς | σύρτεις | ||||
| κλητική ὦ! | σύρτι | σύρτεις | ||||||
| Δείτε το αρχαίο Σύρτις με περισσότερους τύπους. | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- σύρτις < αρχαία ελληνική Σύρτις (πόλη της Λιβύης) < σύρω
Ουσιαστικό
σύρτις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) → δείτε το αρχαίο Σύρτις: λόφος άμμου στο βυθό της θάλασσας, που μεταβάλλεται ως προς το σχήμα και τη θέση του από την επίδραση των υποθαλάσσιων ρευμάτων
- ※ τὸ πλοῖον συνετρίβη εἰς τοὺς ὑπὸ τὸ κῦμα ὑπούλους βράχους, καὶ αὐτὸ ἀποσπασθὲν ἔπλευσεν, ἐβούλιαξε, καὶ ἡ σύρτις τὸ ἔφερε καὶ τὸ ἔρριψεν εἰς τὸν αἰγιαλόν (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το γιαλόξυλο, 1905)
Μεταφράσεις
σύρτις
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Δίνει ορισμούς για το αρχαίο Σύρτις.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.