σύμφασις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύμφασῐς αἱ συμφάσεις
      γενική τῆς συμφάσεως τῶν συμφάσεων
      δοτική τῇ συμφάσει ταῖς συμφάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύμφασῐν τὰς συμφάσεις
     κλητική ! σύμφασῐ συμφάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμφάσει
γεν-δοτ τοῖν  συμφασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύμφασις < Μορφολογικά αναλύεται σε σύμ- + φάσις· ή < συμφαίνομαι (αλλά μαρτυρείται ως ελληνιστικό)[1], συμφα- + -σις  δείτε και τη λέξη συμφανής

Ουσιαστικό

σύμφασις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

Αναφορές

  1. σύμφαση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.