σύγκρισις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| συγκρῐσῐ-, συγκρῐσε- | |||||
| ονομαστική | ἡ | σύγκρισῐς | αἱ | συγκρίσεις | |
| γενική | τῆς | συγκρίσεως | τῶν | συγκρίσεων | |
| δοτική | τῇ | συγκρίσει | ταῖς | συγκρίσεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | σύγκρισῐν | τὰς | συγκρίσεις | |
| κλητική ὦ! | σύγκρισῐ | συγκρίσεις | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συγκρίσει | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | συγκρισέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- σύγκρισις < συγκρί(νω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε σύγ- + κρίσις.
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- σύγκρισις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύγκρισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.