σχιστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σχιστικότητα | οι | σχιστικότητες |
| γενική | της | σχιστικότητας | των | σχιστικοτήτων |
| αιτιατική | τη | σχιστικότητα | τις | σχιστικότητες |
| κλητική | σχιστικότητα | σχιστικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σχιστικότητα < σχιστικός + .1-σχιστικός + -ότητα
Μεταφράσεις
σχιστικότητα
|
|
Πηγές
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.