σχετλιασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σχετλιασμός | οι | σχετλιασμοί |
| γενική | του | σχετλιασμού | των | σχετλιασμών |
| αιτιατική | τον | σχετλιασμό | τους | σχετλιασμούς |
| κλητική | σχετλιασμέ | σχετλιασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σχετλιασμός < αρχαία ελληνική σχετλιασμός < σχέτλιος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σχετλιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.