σφυρίχτρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σφυρίχτρα | οι | σφυρίχτρες |
| γενική | της | σφυρίχτρας | των | σφυριχτρών |
| αιτιατική | τη | σφυρίχτρα | τις | σφυρίχτρες |
| κλητική | σφυρίχτρα | σφυρίχτρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφυρίχτρα < σφυρίζω
Ουσιαστικό
σφυρίχτρα θηλυκό
- η σφυρίχτρα του τρένου, η σφυρίχτρα του διαιτητή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.