σφαγιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σφαγιαστικός | η | σφαγιαστική | το | σφαγιαστικό |
| γενική | του | σφαγιαστικού | της | σφαγιαστικής | του | σφαγιαστικού |
| αιτιατική | τον | σφαγιαστικό | τη | σφαγιαστική | το | σφαγιαστικό |
| κλητική | σφαγιαστικέ | σφαγιαστική | σφαγιαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σφαγιαστικοί | οι | σφαγιαστικές | τα | σφαγιαστικά |
| γενική | των | σφαγιαστικών | των | σφαγιαστικών | των | σφαγιαστικών |
| αιτιατική | τους | σφαγιαστικούς | τις | σφαγιαστικές | τα | σφαγιαστικά |
| κλητική | σφαγιαστικοί | σφαγιαστικές | σφαγιαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σφαγιαστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
σφαγιαστικός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σφαγιαστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.