βιβλιοδετώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βιβλιοδετώ < βιβλιοδέτης + -ώ
Ρήμα
βιβλιοδετώ
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις βιβλιοδέτης, βιβλίο και δένω
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βιβλιοδετώ | βιβλιοδετούσα | θα βιβλιοδετώ | να βιβλιοδετώ | βιβλιοδετώντας | |
| β' ενικ. | βιβλιοδετείς | βιβλιοδετούσες | θα βιβλιοδετείς | να βιβλιοδετείς | (βιβλιοδέτει) | |
| γ' ενικ. | βιβλιοδετεί | βιβλιοδετούσε | θα βιβλιοδετεί | να βιβλιοδετεί | ||
| α' πληθ. | βιβλιοδετούμε | βιβλιοδετούσαμε | θα βιβλιοδετούμε | να βιβλιοδετούμε | ||
| β' πληθ. | βιβλιοδετείτε | βιβλιοδετούσατε | θα βιβλιοδετείτε | να βιβλιοδετείτε | βιβλιοδετείτε | |
| γ' πληθ. | βιβλιοδετούν(ε) | βιβλιοδετούσαν(ε) | θα βιβλιοδετούν(ε) | να βιβλιοδετούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βιβλιοδέτησα | θα βιβλιοδετήσω | να βιβλιοδετήσω | βιβλιοδετήσει | ||
| β' ενικ. | βιβλιοδέτησες | θα βιβλιοδετήσεις | να βιβλιοδετήσεις | βιβλιοδέτησε | ||
| γ' ενικ. | βιβλιοδέτησε | θα βιβλιοδετήσει | να βιβλιοδετήσει | |||
| α' πληθ. | βιβλιοδετήσαμε | θα βιβλιοδετήσουμε | να βιβλιοδετήσουμε | |||
| β' πληθ. | βιβλιοδετήσατε | θα βιβλιοδετήσετε | να βιβλιοδετήσετε | βιβλιοδετήστε | ||
| γ' πληθ. | βιβλιοδέτησαν βιβλιοδετήσαν(ε) |
θα βιβλιοδετήσουν(ε) | να βιβλιοδετήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βιβλιοδετήσει | είχα βιβλιοδετήσει | θα έχω βιβλιοδετήσει | να έχω βιβλιοδετήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βιβλιοδετήσει | είχες βιβλιοδετήσει | θα έχεις βιβλιοδετήσει | να έχεις βιβλιοδετήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βιβλιοδετήσει | είχε βιβλιοδετήσει | θα έχει βιβλιοδετήσει | να έχει βιβλιοδετήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βιβλιοδετήσει | είχαμε βιβλιοδετήσει | θα έχουμε βιβλιοδετήσει | να έχουμε βιβλιοδετήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βιβλιοδετήσει | είχατε βιβλιοδετήσει | θα έχετε βιβλιοδετήσει | να έχετε βιβλιοδετήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βιβλιοδετήσει | είχαν βιβλιοδετήσει | θα έχουν βιβλιοδετήσει | να έχουν βιβλιοδετήσει |
| |
Μεταφράσεις
βιβλιοδετώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.