συρραπτικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συρραπτικό τα συρραπτικά
      γενική του συρραπτικού των συρραπτικών
    αιτιατική το συρραπτικό τα συρραπτικά
     κλητική συρραπτικό συρραπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συρραπτικό < λείπει η ετυμολογία
Συρραπτικό με ανταλλακτικά.

Ουσιαστικό

συρραπτικό ουδέτερο

  • ο φορητός ή επιτραπέζιος μηχανικός μηχανισμός που χρησιμοποιεί συρματάκια σχήματος Π για να συνδέσει μεταξύ τους φύλλα χαρτιού

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.