αποσυρραπτικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποσυρραπτικό τα αποσυρραπτικά
      γενική του αποσυρραπτικού των αποσυρραπτικών
    αιτιατική το αποσυρραπτικό τα αποσυρραπτικά
     κλητική αποσυρραπτικό αποσυρραπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποσυρραπτικό < απο- + συρραπτικό

Ουσιαστικό

αποσυρραπτικό ουδέτερο

  • εργαλείο που χρησιμοποιείται για να διευκολύνει την αφαίρεση συρραπτικών συρμάτων από χαρτιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.