συριζαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συριζαίος | οι | συριζαίοι |
| γενική | του | συριζαίου | των | συριζαίων |
| αιτιατική | τον | συριζαίο | τους | συριζαίους |
| κλητική | συριζαίε | συριζαίοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
συριζαίος αρσενικό
- (πολιτική) οπαδός, υποστηρικτής ή βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ
- ※ Τώρα ο πρασινοφρουρός μου 'γινε Συριζαίος και βρίζει τα λαμόγια του Πασόκ (Θωμάς Ψύρρας, Θα βοσκήσω το μαύρο, εκδ. Μεταίχμιο, 2017 )
Μεταφράσεις
συριζαίος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.