ΠΑΣΟΚ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΠΑΣΟΚ < Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈsok/
Συντομομορφή
ΠΑ.ΣΟ.Κ. ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο
- (πολιτική) ελληνικό κεντροαριστερό πολιτικό κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου
Παράγωγα
- πασοκάρα
- πασόκος
- πασοκοποίηση
-
ΠΑΣΟΚ στη Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.