συνόψιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνόψιση οι συνοψίσεις
      γενική της συνόψισης* των συνοψίσεων
    αιτιατική τη συνόψιση τις συνοψίσεις
     κλητική συνόψιση συνοψίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνοψίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνόψιση < συνοψίζω + -ση

Ουσιαστικό

συνόψιση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.