αχρηστεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αχρηστεύω < (ελληνιστική κοινή) ἀχρηστεύω (=δεν χρησιμοποιώ, δεν είμαι σε χρήση) με επιρροή από τη λέξη άχρηστος

Ρήμα

αχρηστεύω

  1. καθιστώ κάτι άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση
  2. δεν χρησιμοποιώ, βάζω στο περιθώριο
     συνώνυμα:: βάζω στη ναφθαλίνη
  3. χαλάω

Κλίση

Σημείωση: Αόριστος αχρήστεψα και (λογιότερα) αχρήστευσα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.