συντάχτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συντάχτρια | οι | συντάχτριες |
| γενική | της | συντάχτριας | των | συνταχτριών |
| αιτιατική | τη | συντάχτρια | τις | συντάχτριες |
| κλητική | συντάχτρια | συντάχτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συντάχτρια < συντάχ(της) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
συντάχτρια θηλυκό
- (επάγγελμα, λαϊκότροπο) θηλυκό του συντάχτης, άλλη γραφή του συντάκτρια
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε συντάκτης
συντάχτρια
|
→ δείτε τη λέξη συντάκτρια |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.