συνοπτικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνοπτικότητα οι συνοπτικότητες
      γενική της συνοπτικότητας των συνοπτικοτήτων
    αιτιατική τη συνοπτικότητα τις συνοπτικότητες
     κλητική συνοπτικότητα συνοπτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνοπτικότητα < συνοπτικός + -ότητα

Ουσιαστικό

συνοπτικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του συνοπτικού
    ένα βιογραφικό σημείωμα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και συνοπτικότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.