συνοπτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνοπτικότητα | οι | συνοπτικότητες |
| γενική | της | συνοπτικότητας | των | συνοπτικοτήτων |
| αιτιατική | τη | συνοπτικότητα | τις | συνοπτικότητες |
| κλητική | συνοπτικότητα | συνοπτικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνοπτικότητα < συνοπτικός + -ότητα
Ουσιαστικό
συνοπτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του συνοπτικού
- ένα βιογραφικό σημείωμα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και συνοπτικότητα
Μεταφράσεις
συνοπτικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.