συνομοσπονδία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνομοσπονδία | οι | συνομοσπονδίες |
| γενική | της | συνομοσπονδίας | των | συνομοσπονδιών |
| αιτιατική | τη | συνομοσπονδία | τις | συνομοσπονδίες |
| κλητική | συνομοσπονδία | συνομοσπονδίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνομοσπονδία < συν + ομοσπονδία
Ουσιαστικό
συνομοσπονδία θηλυκό
- ένωση ομοσπονδιών
- Η Ομοσπονδία εργατών μετάλλου είναι μέλος της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΓΣΣΕ)
Ταυτόσημο
- συσπονδή (όμως έχει και άλλη σημασία)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συνομοσπονδία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.