συνομιλήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνομιλήτρια | οι | συνομιλήτριες |
| γενική | της | συνομιλήτριας | των | συνομιλητριών |
| αιτιατική | τη | συνομιλήτρια | τις | συνομιλήτριες |
| κλητική | συνομιλήτρια | συνομιλήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνομιλήτρια < συνομιλητής + -τρια
Μεταφράσεις
συνομιλήτρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.