συνεταιριστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνεταιριστικότητα | οι | συνεταιριστικότητες |
| γενική | της | συνεταιριστικότητας | των | συνεταιριστικοτήτων |
| αιτιατική | τη | συνεταιριστικότητα | τις | συνεταιριστικότητες |
| κλητική | συνεταιριστικότητα | συνεταιριστικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνεταιριστικότητα < αγγλική απόδοση του associationism
Ουσιαστικό
συνεταιριστικότητα θηλυκό
- (οικονομία) σοσιαλιστική θεωρία κατά την οποία τα κοινωνικά προβλήματα λύνονται με την εθελοντική συνεργασία μικρών ομάδων παραγωγών
Μεταφράσεις
συνεταιριστικότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.