συνεταιριστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεταιριστικότητα οι συνεταιριστικότητες
      γενική της συνεταιριστικότητας των συνεταιριστικοτήτων
    αιτιατική τη συνεταιριστικότητα τις συνεταιριστικότητες
     κλητική συνεταιριστικότητα συνεταιριστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνεταιριστικότητα < αγγλική απόδοση του associationism

Ουσιαστικό

συνεταιριστικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.