συνεταιριστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνεταιριστικός | η | συνεταιριστική | το | συνεταιριστικό |
| γενική | του | συνεταιριστικού | της | συνεταιριστικής | του | συνεταιριστικού |
| αιτιατική | τον | συνεταιριστικό | τη | συνεταιριστική | το | συνεταιριστικό |
| κλητική | συνεταιριστικέ | συνεταιριστική | συνεταιριστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνεταιριστικοί | οι | συνεταιριστικές | τα | συνεταιριστικά |
| γενική | των | συνεταιριστικών | των | συνεταιριστικών | των | συνεταιριστικών |
| αιτιατική | τους | συνεταιριστικούς | τις | συνεταιριστικές | τα | συνεταιριστικά |
| κλητική | συνεταιριστικοί | συνεταιριστικές | συνεταιριστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνεταιριστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
συνεταιριστικός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
συνεταιριστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.