συνελόντα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος μετοχής

συνελόντα

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του συνελών
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (συνελόν) του συνελών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.