συνέλιξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνέλιξη | οι | συνελίξεις |
| γενική | της | συνέλιξης* | των | συνελίξεων |
| αιτιατική | τη | συνέλιξη | τις | συνελίξεις |
| κλητική | συνέλιξη | συνελίξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συνελίξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνέλιξη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συνέλιξη θηλυκό
- (μαθηματικά) πράξη που ορίζεται στο χώρο των ολοκληρώσιμων συναρτήσεων και που έχει παρόμοιες αλγεβρικές ιδιότητες με του πολλαπλασιασμού
Μεταφράσεις
συνέλιξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.