συνέδριον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ συνέδριον τὰ συνέδρι
      γενική τοῦ συνεδρίου τῶν συνεδρίων
      δοτική τῷ συνεδρί τοῖς συνεδρίοις
    αιτιατική τὸ συνέδριον τὰ συνέδρι
     κλητική ! συνέδριον συνέδρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνεδρίω
γεν-δοτ τοῖν  συνεδρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνέδριον < σύνεδρ(ος) + -ιον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: συνέδριο

Ουσιαστικό

συνέδριον ουδέτερο

  1. (πολιτική) σώμα το οποίο αποτελείται από άνδρες που έχει συγκληθεί σε συνεδρίαση
  2. ο χώρος διεξαγωγής των συνεδριάσεων

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις σύν και ἕδρα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.