συνάρτησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | συνάρτησῐς | αἱ | συναρτήσεις |
| γενική | τῆς | συναρτήσεως | τῶν | συναρτήσεων |
| δοτική | τῇ | συναρτήσει | ταῖς | συναρτήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | συνάρτησῐν | τὰς | συναρτήσεις |
| κλητική ὦ! | συνάρτησῐ | συναρτήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συναρτήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συναρτησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- συνάρτησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.