συνάρτησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνάρτησῐς αἱ συναρτήσεις
      γενική τῆς συναρτήσεως τῶν συναρτήσεων
      δοτική τῇ συναρτήσει ταῖς συναρτήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συνάρτησῐν τὰς συναρτήσεις
     κλητική ! συνάρτησῐ συναρτήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συναρτήσει
γεν-δοτ τοῖν  συναρτησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνάρτησις < συναρτάω, συναρτη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + ἄρτησις.

Ουσιαστικό

συνάρτησις, -εως θηλυκό

  1. σύνδεση, συνάρθρωση
  2. λογική συνοχή όρων συλλογισμού

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.