συνάλληλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνάλληλος | η | συνάλληλη & συνάλληλος |
το | συνάλληλο |
| γενική | του | συνάλληλου | της | συνάλληλης & συναλλήλου |
του | συνάλληλου |
| αιτιατική | τον | συνάλληλο | τη | συνάλληλη & συνάλληλο |
το | συνάλληλο |
| κλητική | συνάλληλε | συνάλληλη & συνάλληλε |
συνάλληλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνάλληλοι | οι | συνάλληλες & συνάλληλοι |
τα | συνάλληλα |
| γενική | των | συνάλληλων | των | συνάλληλων & συναλλήλων |
των | συνάλληλων |
| αιτιατική | τους | συνάλληλους | τις | συνάλληλες & συναλλήλους |
τα | συνάλληλα |
| κλητική | συνάλληλοι | συνάλληλες & συνάλληλοι |
συνάλληλα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα ή σε αρχαιοπρεπείς λέξεις.. | ||||||
| Κατηγορία όπως «φυγόκεντρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνάλληλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
συνάλληλος, -η/-ος, -ο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
συνάλληλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.