συμφασικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμφασικός η συμφασική το συμφασικό
      γενική του συμφασικού της συμφασικής του συμφασικού
    αιτιατική τον συμφασικό τη συμφασική το συμφασικό
     κλητική συμφασικέ συμφασική συμφασικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμφασικοί οι συμφασικές τα συμφασικά
      γενική των συμφασικών των συμφασικών των συμφασικών
    αιτιατική τους συμφασικούς τις συμφασικές τα συμφασικά
     κλητική συμφασικοί συμφασικές συμφασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμφασικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

συμφασικός

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.