πεθερικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πεθερικά
      γενική των πεθερικών
    αιτιατική τα πεθερικά
     κλητική πεθερικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεθερικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεθερικός

Ουσιαστικό

πεθερικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. ο πεθερός και η πεθερά
  2. (κατ’ επέκταση) το σπίτι του πεθερού και της πεθεράς

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πεθερικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.