συμπεθερεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμπεθερεύω < συμπέθερος + -εύω < μεσαιωνική ελληνική συμπέθερος / συμπένθερος < σύν + αρχαία ελληνική πενθερός
Προφορά
- ΔΦΑ : /sim.be.θeˈɾe.vo/
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συμπεθερεύω | συμπεθέρευα | θα συμπεθερεύω | να συμπεθερεύω | συμπεθερεύοντας | |
| β' ενικ. | συμπεθερεύεις | συμπεθέρευες | θα συμπεθερεύεις | να συμπεθερεύεις | συμπεθέρευε | |
| γ' ενικ. | συμπεθερεύει | συμπεθέρευε | θα συμπεθερεύει | να συμπεθερεύει | ||
| α' πληθ. | συμπεθερεύουμε | συμπεθερεύαμε | θα συμπεθερεύουμε | να συμπεθερεύουμε | ||
| β' πληθ. | συμπεθερεύετε | συμπεθερεύατε | θα συμπεθερεύετε | να συμπεθερεύετε | συμπεθερεύετε | |
| γ' πληθ. | συμπεθερεύουν(ε) | συμπεθέρευαν συμπεθερεύαν(ε) |
θα συμπεθερεύουν(ε) | να συμπεθερεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συμπεθέρεψα | θα συμπεθερέψω | να συμπεθερέψω | συμπεθερέψει | ||
| β' ενικ. | συμπεθέρεψες | θα συμπεθερέψεις | να συμπεθερέψεις | συμπεθέρεψε | ||
| γ' ενικ. | συμπεθέρεψε | θα συμπεθερέψει | να συμπεθερέψει | |||
| α' πληθ. | συμπεθερέψαμε | θα συμπεθερέψουμε | να συμπεθερέψουμε | |||
| β' πληθ. | συμπεθερέψατε | θα συμπεθερέψετε | να συμπεθερέψετε | συμπεθερέψτε | ||
| γ' πληθ. | συμπεθέρεψαν συμπεθερέψαν(ε) |
θα συμπεθερέψουν(ε) | να συμπεθερέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συμπεθερέψει | είχα συμπεθερέψει | θα έχω συμπεθερέψει | να έχω συμπεθερέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις συμπεθερέψει | είχες συμπεθερέψει | θα έχεις συμπεθερέψει | να έχεις συμπεθερέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει συμπεθερέψει | είχε συμπεθερέψει | θα έχει συμπεθερέψει | να έχει συμπεθερέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συμπεθερέψει | είχαμε συμπεθερέψει | θα έχουμε συμπεθερέψει | να έχουμε συμπεθερέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε συμπεθερέψει | είχατε συμπεθερέψει | θα έχετε συμπεθερέψει | να έχετε συμπεθερέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συμπεθερέψει | είχαν συμπεθερέψει | θα έχουν συμπεθερέψει | να έχουν συμπεθερέψει |
| |
Μεταφράσεις
συμπεθερεύω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.