συμπαρασύρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμπαρασύρω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμπαρασύρω[1] (συμ- + παρασύρω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sim.pa.ɾaˈsi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπα‐ρα‐σύ‐ρω
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πα‐ρα‐σύ‐ρω
Ρήμα
συμπαρασύρω, πρτ.: συμπαρέσυρα, αόρ.: συμπαρέσυρα, παθ.φωνή: συμπαρασύρομαι, π.αόρ.: συμπαρασύρθηκα
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) παρασύρω μαζί με κάτι άλλο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σύρω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- συμπαρασύρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σύρω
Πηγές
- συμπαρασύρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.