συμπίεσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | συμπίεσῐς | αἱ | συμπιέσεις |
| γενική | τῆς | συμπιέσεως | τῶν | συμπιέσεων |
| δοτική | τῇ | συμπιέσει | ταῖς | συμπιέσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | συμπίεσῐν | τὰς | συμπιέσεις |
| κλητική ὦ! | συμπίεσῐ | συμπιέσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμπιέσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συμπιεσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπίεσις < συμπιέ(ζω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε συμ- + πίεσις
Πηγές
- συμπίεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.