συμπίεσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συμπίεσῐς αἱ συμπιέσεις
      γενική τῆς συμπιέσεως τῶν συμπιέσεων
      δοτική τῇ συμπιέσει ταῖς συμπιέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συμπίεσῐν τὰς συμπιέσεις
     κλητική ! συμπίεσῐ συμπιέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμπιέσει
γεν-δοτ τοῖν  συμπιεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμπίεσις < συμπιέ(ζω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε συμ- + πίεσις

Ουσιαστικό

συμπίεσις, -εως θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.