συγχωρητήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συγχωρητήριος | η | συγχωρητήρια | το | συγχωρητήριο |
| γενική | του | συγχωρητήριου | της | συγχωρητήριας | του | συγχωρητήριου |
| αιτιατική | τον | συγχωρητήριο | τη | συγχωρητήρια | το | συγχωρητήριο |
| κλητική | συγχωρητήριε | συγχωρητήρια | συγχωρητήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συγχωρητήριοι | οι | συγχωρητήριες | τα | συγχωρητήρια |
| γενική | των | συγχωρητήριων | των | συγχωρητήριων | των | συγχωρητήριων |
| αιτιατική | τους | συγχωρητήριους | τις | συγχωρητήριες | τα | συγχωρητήρια |
| κλητική | συγχωρητήριοι | συγχωρητήριες | συγχωρητήρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συγχωρητήριος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
συγχωρητήριος, -α, -ο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
συγχωρητήριος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.