συγχρονιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συγχρονιστής | οι | συγχρονιστές |
| γενική | του | συγχρονιστή | των | συγχρονιστών |
| αιτιατική | τον | συγχρονιστή | τους | συγχρονιστές |
| κλητική | συγχρονιστή | συγχρονιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγχρονιστής < συγχρονίζω
Ουσιαστικό
συγχρονιστής αρσενικό
- (βιολογία) επαναλαμβανόμενο φαινόμενο που αφορά τον βιολογικό ρυθμό
- (τεχνολογία) συσκευή που συγχρονίζει τις ταχύτητες δύο συστημάτων
Μεταφράσεις
συγχρονιστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.