στραγγαλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στραγγαλιά οι στραγγαλιές
      γενική της στραγγαλιάς των στραγγαλιών
    αιτιατική τη στραγγαλιά τις στραγγαλιές
     κλητική στραγγαλιά στραγγαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στραγγαλιά < ελληνιστική κοινή στραγγαλιά < στραγγάλη

Προφορά

ΔΦΑ : /stɾaŋɟaliˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στραγγαλιά

Ουσιαστικό

στραγγαλιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.