στραβισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στραβισμός | οι | στραβισμοί |
| γενική | του | στραβισμού | των | στραβισμών |
| αιτιατική | τον | στραβισμό | τους | στραβισμούς |
| κλητική | στραβισμέ | στραβισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στραβισμός < στραβίζω
Ουσιαστικό
στραβισμός αρσενικό
- (ιατρική): ελάττωμα παραλληλισμού των οπτικών αξόνων που χαρακτηρίζεται από παρέκκλιση ενός ή και των δύο ματιών
- αποκλίνων στραβισμός, συγκλίνων στραβισμός
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.