στραβισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στραβισμός οι στραβισμοί
      γενική του στραβισμού των στραβισμών
    αιτιατική τον στραβισμό τους στραβισμούς
     κλητική στραβισμέ στραβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στραβισμός < στραβίζω

Ουσιαστικό

στραβισμός αρσενικό

  1. (ιατρική): ελάττωμα παραλληλισμού των οπτικών αξόνων που χαρακτηρίζεται από παρέκκλιση ενός ή και των δύο ματιών
    αποκλίνων στραβισμός, συγκλίνων στραβισμός

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.