στραβίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στραβίζω < στραβός

Ρήμα

στραβίζω

  1. έχω το ελάττωμα του στραβισμού
  2. προκαλώ εκούσια τον στραβισμό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.