στραβίζω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
στραβίζω
<
στραβός
Ρήμα
στραβίζω
έχω το ελάττωμα του
στραβισμού
προκαλώ εκούσια τον
στραβισμό
Συγγενικά
στραβικός
στραβισμός
Συνώνυμα
αλληθωρίζω
στραβός
Μεταφράσεις
στραβίζω
γαλλικά
:
loucher
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.