στοιχειολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοιχειολογία οι στοιχειολογίες
      γενική της στοιχειολογίας των στοιχειολογιών
    αιτιατική τη στοιχειολογία τις στοιχειολογίες
     κλητική στοιχειολογία στοιχειολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στοιχειολογία < στοιχεί(ο) + -ο- + -λογία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

στοιχειολογία θηλυκό

  1. (λογική) το κομμάτι της μελέτης της λογικής που ασχολείται με τα στοιχεία, τις αρχές και τις ιδέες που τη συνθέτουν
     συνώνυμα: τυπική λογική
      η πληρέστατη και χρησιμότατη ακόμα και σήμερα Λογική του Βιζυηνού , περιλαμβάνει δύο μέρη : Τη Στοιχειολογία και τη Μεθοδολογία . Στη στοιχειολογία παρουσιάζονται « τα διανοήματα » ( οι έννοιες και οι κατηγορίες , οι κρίσεις και οι συλλογισμοί ) . (Περιοδικό Διαβάζω, τεύχη 278-290, 1991, σελ. 55)
  2. η μελέτη των αρχών, των στοιχείων, για κάθε τέχνη ή επιστήμη
      Το βιβλίο παρουσιάζει αφ' ενός μια σύνθεση στοιχειολογίας, μεθοδολογίας και θεωρίας δικαίου, αφ' ετέρου τις βασικές φιλοσοφικές στάσεις γύρω από το δίκαιο (από την περιγραφή του βιβλίου «Φιλοσοφία Δικαίου» του Χάρη Παπαχαραλάμπους, εκδόσεις Ευρασία, 2021)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.