στοιχειοθετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στοιχειοθετικός | η | στοιχειοθετική | το | στοιχειοθετικό |
| γενική | του | στοιχειοθετικού | της | στοιχειοθετικής | του | στοιχειοθετικού |
| αιτιατική | τον | στοιχειοθετικό | τη | στοιχειοθετική | το | στοιχειοθετικό |
| κλητική | στοιχειοθετικέ | στοιχειοθετική | στοιχειοθετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στοιχειοθετικοί | οι | στοιχειοθετικές | τα | στοιχειοθετικά |
| γενική | των | στοιχειοθετικών | των | στοιχειοθετικών | των | στοιχειοθετικών |
| αιτιατική | τους | στοιχειοθετικούς | τις | στοιχειοθετικές | τα | στοιχειοθετικά |
| κλητική | στοιχειοθετικοί | στοιχειοθετικές | στοιχειοθετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στοιχειοθετικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
στοιχειοθετικός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
στοιχειοθετικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.