στοίβαξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στοίβαξη | οι | στοιβάξεις |
| γενική | της | στοίβαξης* | των | στοιβάξεων |
| αιτιατική | τη | στοίβαξη | τις | στοιβάξεις |
| κλητική | στοίβαξη | στοιβάξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, στοιβάξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Πρόβλημα στοίβαξης στη στατική με τον αριθμό στοιβαζόμενων αντικειμένων να αποτελεί το μισό του μερικού αθροίσματος μιας αρμονικής σειράς.
Μεταφράσεις
στοίβαξη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.