στημόνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στημόνι τα στημόνια
      γενική του στημονιού των στημονιών
    αιτιατική το στημόνι τα στημόνια
     κλητική στημόνι στημόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στημόνι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στημόνι ουδέτερο

  • παράλληλες κλωστές που είναι η βάση πλεξίματος αργαλειού μικρού ή μεγάλου για την δημιουργία έργων λαϊκής τέχνης (πχ. χαλιών)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.