στηθοκόπημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στηθοκόπημα | τα | στηθοκοπήματα |
| γενική | του | στηθοκοπήματος | των | στηθοκοπημάτων |
| αιτιατική | το | στηθοκόπημα | τα | στηθοκοπήματα |
| κλητική | στηθοκόπημα | στηθοκοπήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στηθοκόπημα < στηθοκοπιέμαι + -ημα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις στηθοκοπιέμαι, στήθος και κόπτω
Μεταφράσεις
στηθοκόπημα
|
|
Πηγές
- στηθοκόπημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στηθοκόπημα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.