στενοθώραξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| στενοθωρᾱκ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | στενοθώραξ | οἱ/αἱ | στενοθώρακες | ||||
| γενική | τοῦ/τῆς | στενοθώρακος | τῶν | στενοθωράκων | ||||
| δοτική | τῷ/τῇ | στενοθώρακῐ | τοῖς/ταῖς | στενοθώραξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | στενοθώρακᾰ | τοὺς/τὰς | στενοθώρακᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | στενοθώραξ | στενοθώρακες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στενοθώρακε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | στενοθωράκοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- στενοθώραξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στενο- + θώραξ
Πηγές
- στενοθώραξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.