στενοθώρακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στενοθώρακας | οι | στενοθώρακες |
| γενική | του | στενοθώρακα | των | στενοθωράκων |
| αιτιατική | τον | στενοθώρακα | τους | στενοθώρακες |
| κλητική | στενοθώρακα | στενοθώρακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στενοθώρακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στενοθώραξ (αρσενικό ή θηλυκό) από την αιτιατική στενοθώρακα. Συγχρονικά αναλύεται σε στενο- + θώρακας.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ste.noˈθo.ɾa.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐νο‐θώ‐ρα‐κας
Πηγές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.