σταχτώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σταχτώνομαι | σταχτωνόμουν(α) | θα σταχτώνομαι | να σταχτώνομαι | ||
| β' ενικ. | σταχτώνεσαι | σταχτωνόσουν(α) | θα σταχτώνεσαι | να σταχτώνεσαι | (σταχτώνου) | |
| γ' ενικ. | σταχτώνεται | σταχτωνόταν(ε) | θα σταχτώνεται | να σταχτώνεται | ||
| α' πληθ. | σταχτωνόμαστε | σταχτωνόμαστε σταχτωνόμασταν |
θα σταχτωνόμαστε | να σταχτωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | σταχτώνεστε | σταχτωνόσαστε σταχτωνόσασταν |
θα σταχτώνεστε | να σταχτώνεστε | (σταχτώνεστε) | |
| γ' πληθ. | σταχτώνονται | σταχτώνονταν σταχτωνόντουσαν |
θα σταχτώνονται | να σταχτώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σταχτώθηκα | θα σταχτωθώ | να σταχτωθώ | σταχτωθεί | ||
| β' ενικ. | σταχτώθηκες | θα σταχτωθείς | να σταχτωθείς | σταχτώσου | ||
| γ' ενικ. | σταχτώθηκε | θα σταχτωθεί | να σταχτωθεί | |||
| α' πληθ. | σταχτωθήκαμε | θα σταχτωθούμε | να σταχτωθούμε | |||
| β' πληθ. | σταχτωθήκατε | θα σταχτωθείτε | να σταχτωθείτε | σταχτωθείτε | ||
| γ' πληθ. | σταχτώθηκαν σταχτωθήκαν(ε) |
θα σταχτωθούν(ε) | να σταχτωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω σταχτωθεί | είχα σταχτωθεί | θα έχω σταχτωθεί | να έχω σταχτωθεί | σταχτωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις σταχτωθεί | είχες σταχτωθεί | θα έχεις σταχτωθεί | να έχεις σταχτωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει σταχτωθεί | είχε σταχτωθεί | θα έχει σταχτωθεί | να έχει σταχτωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε σταχτωθεί | είχαμε σταχτωθεί | θα έχουμε σταχτωθεί | να έχουμε σταχτωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε σταχτωθεί | είχατε σταχτωθεί | θα έχετε σταχτωθεί | να έχετε σταχτωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν σταχτωθεί | είχαν σταχτωθεί | θα έχουν σταχτωθεί | να έχουν σταχτωθεί | ||
Μεταφράσεις
σταχτώνομαι
|
|
Πηγές
- σταχτώνομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.