σταυρεπικονίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σταυρεπικονίαση | οι | σταυρεπικονιάσεις |
| γενική | της | σταυρεπικονίασης* | των | σταυρεπικονιάσεων |
| αιτιατική | τη | σταυρεπικονίαση | τις | σταυρεπικονιάσεις |
| κλητική | σταυρεπικονίαση | σταυρεπικονιάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σταυρεπικονιάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σταυρεπικονίαση < σταυρός + επικονίαση
Ουσιαστικό
σταυρεπικονίαση θηλυκό
- (βιολογία), (βοτανική): η διασταυρούμενη επικονίαση.
Μεταφράσεις
σταυρεπικονίαση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.