αυτοεπικονίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοεπικονίαση | οι | αυτοεπικονιάσεις |
| γενική | της | αυτοεπικονίασης* | των | αυτοεπικονιάσεων |
| αιτιατική | την | αυτοεπικονίαση | τις | αυτοεπικονιάσεις |
| κλητική | αυτοεπικονίαση | αυτοεπικονιάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοεπικονιάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοεπικονίαση < αυτό + επικονίαση
Ουσιαστικό
αυτοεπικονίαση θηλυκό
- (βιολογία), (βοτανική): η επικονίαση που συμβαίνει στο ίδιο το φυτό.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.