σταρότοπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σταρότοπος | οι | σταρότοποι |
| γενική | του | σταρότοπου | των | σταρότοπων |
| αιτιατική | τον | σταρότοπο | τους | σταρότοπους |
| κλητική | σταρότοπε | σταρότοποι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
σταρότοπος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.