σιταρότοπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιταρότοπος οι σιταρότοποι
      γενική του σιταρότοπου των σιταρότοπων
    αιτιατική τον σιταρότοπο τους σιταρότοπους
     κλητική σιταρότοπε σιταρότοποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιταρότοπος < σιτάρ(ι) + -ό- + -τοπος

Ουσιαστικό

σιταρότοπος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.