σταλινιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταλινιστής οι σταλινιστές
      γενική του σταλινιστή των σταλινιστών
    αιτιατική τον σταλινιστή τους σταλινιστές
     κλητική σταλινιστή σταλινιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταλινιστής < σταλιν(ισμός) + -ιστής

Ουσιαστικό

σταλινιστής αρσενικό (θηλυκό σταλινίστρια)

Συνώνυμα

  • σταλίνας, σταλίνα (μειωτικό)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.