σταδία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σταδία | οι | σταδίες |
| γενική | της | σταδίας | των | σταδιών |
| αιτιατική | τη | σταδία | τις | σταδίες |
| κλητική | σταδία | σταδίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σταδία < (λόγιο δάνειο) γαλλική stadia[1] < αρχαία ελληνική στάδιος < στάδην

ένα είδος σταδίας (1)
Ουσιαστικό
σταδία θηλυκό
- ίσιο όργανο, με ενδείξεις, που χρησιμοποιείται για να μπορούν να υπολογίζονται αποστάσεις μέσω ενός σταδιόμετρου
Μεταφράσεις
σταδία
- σταδία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.